- διαίτημα
- το (AM διαίτημα) [δίαιτα]ενδιαίτημα, τόπος κατοικίαςαρχ.συνήθως στον πληθ.1. δίαιτα, τρόπος ζωής2. φαγητό, τροφή3. κατοικία, διαμονή4. οι συνήθειες, τα έθιμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαίτημα — food neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτημάτων — διαίτημα food neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτήμασι — διαίτημα food neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτήμασιν — διαίτημα food neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτήματα — διαίτημα food neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτήματι — διαίτημα food neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίαιτα — Ονομασία των συνελεύσεων ορισμένων γερμανικών λαών (Φράγκων, Λογγοβάρδων κλπ.) και αργότερα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι οποίες λάμβαναν τις σοβαρότερες αποφάσεις για τη ζωή του κράτους (πόλεμος, ειρήνη, νόμοι, εκλογή βασιλιάδων κλπ.).… … Dictionary of Greek